μέσο
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 μέσον (méson),μέσος (mésos)的中性形。
发音
编辑名词
编辑μέσο (méso) n (复数 μέσα)
- 中间,中部
- Προχωρήστε προς το μέσο του λεωφορείου!
- Prochoríste pros to méso tou leoforeíou!
- 请往巴士中间走一走!
- 方式;工具;媒介
- μέσο παραγωγής ― méso paragogís ― 生产资料
- μέσο ενημέρωσης ― méso enimérosis ― 信息媒介
- αναγωγικό μέσο ― anagogikó méso ― 还原剂
- (比喻义) 关系,手段
- (复数) 媒体,媒介
- μέσος (mésos)的宾格单数形式。
变格
编辑其他写法
编辑- μέσον (méson) (正式)
派生词
编辑- ένδικο μέσο n (éndiko méso, “法律救济”)
- εν μέσω (en méso, “在……中间”, 正式)
- στα μέσα (sta mésa, “在……的过程中”)
- 短语
- μέσο μαζικής ενημέρωσης n 复 (méso mazikís enimérosis, “大众媒体”)(首字母缩略词:ΜΜΕ)
- μέσο μαζικής επικοινωνίας n 复 (méso mazikís epikoinonías, “大众媒体”)(首字母缩略词:ΜΜΕ)
- μέσο μαζικής μεταφοράς n (méso mazikís metaforás, “公共交通工具”)
- μέσο μαζικών μεταφορών n (méso mazikón metaforón, “公共交通工具”)
相关词汇
编辑形容词
编辑μέσο (méso)