ξημέρωμα
希腊语 编辑
名词 编辑
ξημέρωμα (ximéroma) n (复数 ξημερώματα)
变格 编辑
ξημέρωμα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ξημέρωμα • | ξημερώματα • |
属格 | ξημερώματος • | ξημερωμάτων • |
宾格 | ξημέρωμα • | ξημερώματα • |
呼格 | ξημέρωμα • | ξημερώματα • |
近义词 编辑
反义词 编辑
- σούρουπο n (soúroupo, “黄昏”)