希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 Σκλάβος (Sklábos)

名词

编辑

σκλάβος (sklávosm (复数 σκλάβοι,阴性 σκλάβα)

  1. 奴隶
    近义词:δούλος (doúlos)ανδράποδο (andrápodo)

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑