古希腊语

编辑

词源

编辑

源头未知,[1]可能源自前希腊时期的底层语言

发音

编辑

形容词

编辑

στενός (stenósm (阴性 στενή,中性 στενόν); 第一类/第二类

  1. 的,
    反义词:εὐρύς (eurús)

屈折

编辑

派生语汇

编辑
  • 希腊语: στενός (stenós)

参考资料

编辑

希腊语

编辑

词源

编辑

继承自古希腊语 στενός (stenós)

形容词

编辑

στενός (stenósm (阴性 στενή,中性 στενό)

  1. 关系亲密
    στενός φίλοςstenós fílos
  2. 有限
    στενοί ορίζοντεςstenoí orízontes狭隘的视野

变格

编辑

派生词

编辑

拓展阅读

编辑