τερματοφύλακας

希腊语

编辑

词源

编辑

τέρμα (térma, 球门) +‎ φύλακας (fýlakas, 看门人)

名词

编辑

τερματοφύλακας (termatofýlakasm f (复数 τερματοφύλακες)

  1. (足球) 守门员

变格

编辑

延伸阅读

编辑