τερματοφύλακας
希臘語
编辑詞源
编辑τέρμα (térma, “球門”) + φύλακας (fýlakas, “看門人”)
名詞
编辑τερματοφύλακας (termatofýlakas) m 或 f (复数 τερματοφύλακες)
變格
编辑τερματοφύλακας的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | τερματοφύλακας • | τερματοφύλακες • |
屬格 | τερματοφύλακα • | τερματοφυλάκων • |
賓格 | τερματοφύλακα • | τερματοφύλακες • |
呼格 | τερματοφύλακα • | τερματοφύλακες • |
延伸閱讀
编辑- τερματοφύλακας在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el