φυλακισμένος

希腊语

编辑

形容词

编辑

φυλακισμένος (fylakisménosm (阴性 φυλακισμένη,中性 φυλακισμένο)

  1. 监禁

变格

编辑

相关词汇

编辑

名词

编辑

φυλακισμένος (fylakisménosm (复数 φυλακισμένοι)

  1. 囚犯
  2. 监禁

变格

编辑