参见:φύλο

希腊语

编辑

词源

编辑

继承自古希腊语 φύλλον (phúllon, ),通过词根*bʰolh₃-yom,源自原始印欧语 *bʰleh₃-。部分义项(如“页”)意译法语 feuille,“纸牌”义意译意大利语 carte[1]

发音

编辑

名词

编辑

φύλλο (fýllon (复数 φύλλα)

  1. (植物学)
    φύλλο δάφνηςfýllo dáfnis月桂
  2. 纸片
  3. 刊物报纸
  4. (金属、玻璃等的) 薄片
  5. (烹饪) 面皮
    φύλλο κρούσταςfýllo kroústas油酥面皮
  6. 纸牌
    近义词:κάρτα (kárta)

变格

编辑

派生词

编辑

相关词汇

编辑
  • φ. n (f., )
  • φφ. n  (ff., )

拓展阅读

编辑

参考资料

编辑
  1. φύλλο in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.