古希腊语

编辑

词源

编辑

源自原始希腊语 *kʰlōrós,源自原始印欧语 *ǵʰelh₃-。与χλοερός (khloerós, 青翠的)χλόη (khlóē, 春天新发的嫩芽)有关。

发音

编辑

形容词

编辑

χλωρός (khlōrósm (阴性 χλωρᾱ́,中性 χλωρόν); 第一类/第二类

  1. 黄绿色的,浅绿色的
  2. 苍白
  3. 新鲜的,青翠的,成熟的,盛开
  4. 年轻

屈折

编辑

派生词

编辑

派生语汇

编辑
  • 英语: chlorine
  • 拉丁语: chlorus, Chlorus

参见

编辑
古希腊语中的颜色χρῶμᾰ (khrôma), χρώμᾰτᾰ (khrṓmata)(布局 · 文字)
     λευκός (leukós)      πολῐός (poliós), γλαυκός (glaukós), φαιός (phaiós), χαροπός (kharopós)      μέλᾱς (mélās), κελαινός (kelainós)
             ἐρῠθρός (eruthrós) ; κᾰρῡ́κῐνος (karū́kinos), κόκκῐνος (kókkinos), φοινός (phoinós)              πυρρός (purrhós) ; ὄρφνῐνος (órphninos)              ξᾰνθός (xanthós), μήλινος (mḗlinos) ; ὠχρός (ōkhrós)
             πρᾰ́σῐνος (prásinos)              χλωρός (khlōrós)              χλωρός (khlōrós) ; χλωρομέλᾱς (khlōromélās)
             κῠᾰ́νεος (kuáneos) ; γλαυκός (glaukós), κᾰλάϊνος (kaláïnos)              κῠᾰ́νεος (kuáneos)              κῠᾰ́νεος (kuáneos), ὑᾰκῐ́νθῐνος (huakínthinos)
             φοινῑ́κεος (phoinī́keos), ἰόεις (ióeis) ; ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos), οἶνοψ (oînops)              φοινῑ́κεος (phoinī́keos) ; ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos)              ῥόδινος (rhódinos)

参考资料

编辑

希腊语

编辑

形容词

编辑

χλωρός (chlorósm (阴性 χλωρή,中性 χλωρό)

  1. (颜色) 绿色的;(尤指植物)青翠的,嫩绿
  2. 新鲜

变格

编辑

近义词

编辑

派生词

编辑