χρονοδιάγραμμα
希腊语 编辑
名词 编辑
χρονοδιάγραμμα (chronodiágramma) n (复数 χρονοδιαγράμματα)
- 时间表
- 近义词: δρομολόγιο (dromológio)、ωράριο (orário)
变格 编辑
χρονοδιάγραμμα的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | χρονοδιάγραμμα • | χρονοδιαγράμματα • |
属格 | χρονοδιαγράμματος • | χρονοδιαγραμμάτων • |
宾格 | χρονοδιάγραμμα • | χρονοδιαγράμματα • |
呼格 | χρονοδιάγραμμα • | χρονοδιαγράμματα • |