χρονοδιάγραμμα

希臘語 編輯

名詞 編輯

χρονοδιάγραμμα (chronodiágramman (複數 χρονοδιαγράμματα)

  1. 時間表
    近義詞: δρομολόγιο (dromológio)ωράριο (orário)

變格 編輯

同類詞彙 編輯