源自古希腊语 ὅλος (hólos, “完整,整个”),源自原始印欧语 *solh₂wós,源自*solh₂- (“整个”)。
όλος (ólos) m (阴性 όλη,中性 όλο)
- 全部的,整个的
- όλη η αλήθεια ― óli i alítheia ― 整个真相
- με όλη μου την καρδιά ― me óli mou tin kardiá ― 用我的全心全意
- 所有的
- όλα τα παιδιά ― óla ta paidiá ― 所有孩子
- όλος ο κόσμος m (ólos o kósmos, “所有人”, 字面意思是“整个世界”)
- όλα n (óla, “所有,全部”)
- όλο (ólo, “总是”)
- ολόκληρος (olókliros, “全部,整个”)