希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 ἄγκυρα (ánkura)

名詞 編輯

άγκυρα (ágkyraf (複數 άγκυρες)

  1. (航海)
    ρίχνω άγκυραríchno ágkyra
    σηκώνω άγκυραsikóno ágkyra

變格 編輯

相關詞彙 編輯