άντρας
希臘語
編輯其他寫法
編輯- άνδρας (ándras) (常用於書面語)
詞源
編輯繼承自中世紀中古希臘語 ἄντρας (ántras),源自古希臘語 ἄνδρα (ándra),ἀνήρ (anḗr)的賓格單數,保留古代 ⟨νδ⟩ 的發音 [nd],寫作 ⟨ντ⟩。[1][2]對比άνδρας (ándras)。
發音
編輯名詞
編輯άντρας (ántras) m (複數 άντρες) (常用於口語)
- 男人
- 丈夫
- 近義詞:παντρεμένος (pantreménos)、σύζυγος (sýzygos)
- 反義詞:γυναίκα (gynaíka)、παντρεμένη (pantreméni)
變格
編輯相關詞彙
編輯- αντράκι n (antráki)
- άντρακλας m (ántraklas, 「強壯的男人」)
- αντρειεύω (antreiévo, 「長成男人;變勇敢」)
- αντρειοσύνη f (antreiosýni, 「勇敢,無畏」)
- αντρειωμένος (antreioménos, 「英勇的,勇敢的」)
- αντρίκειος (antríkeios, 「有男子氣概的」)
- αντρίκιος (antríkios, 「有男子氣概的」)
- αντρικός (antrikós, 「男性的」)
- αντρογυναίκα f (antrogynaíka, 「女漢子」)
- αντρόγυνο n (antrógyno, 「夫妻,夫婦」)
- αντρολόϊ n (antrolóï, 「男人們」)
- αντροπαρέα f (antroparéa, 「一群男人;單身派對」)
- αντρόπιαστος (antrópiastos, 「不羞愧的」)
- αντρούλης n (antroúlis, 「丈夫」)
- αντροφέρνω (antroférno, 「看起來像男人」)
- αντρώνομαι (antrónomai, 「長成男人」)
- 參見:άνδρας m (ándras, 「男人」)
參考資料
編輯- ↑ άντρας in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ↑ Template:R:Babiniotis 2010