ακαταλαβίστικος

希臘語 編輯

發音 編輯

  • 國際音標(幫助)/a.ka.ta.kaˈvi.sti.kos/
  • 斷字:α‧κα‧τα‧λα‧βί‧στι‧κος

形容詞 編輯

ακαταλαβίστικος (akatalavístikosm (陰性 ακαταλαβίστικη,中性 ακαταλαβίστικο)

  1. 無法理解的,費解

變格 編輯

近義詞 編輯

相關詞彙 編輯