ακτή
參見:ἀκτή
希臘語
編輯詞源
編輯名詞
編輯ακτή (aktí) f (複數 ακτές)
變格
編輯近義詞
編輯- 參見:παραλία f (paralía, 「海灘」)
同類詞彙
編輯相關詞彙
編輯- ακταίος (aktaíos, 「沿海的,濱海的」)
- ακταιωρός f (aktaiorós, 「海岸警衛隊巡邏艇」)
- ακτοπλοΐα f (aktoploḯa, 「沿海航行;渡輪運輸」)
- ακτοπλοϊκός (aktoploïkós, 「沿海的,濱海的」)
- ακτοπλοώ (aktoploó, 「沿岸航行」)
- ακτοφυλακή f (aktofylakí, 「海岸警衛隊服務」)
- ακτοφύλακας m (aktofýlakas, 「海岸警衛隊隊員」)
- Ακτή Ελεφαντοστού f (Aktí Elefantostoú, 「象牙海岸,科特迪瓦」)