αλλόφυλος

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 ἀλλόφυλος (allóphulos)

發音 編輯

形容詞 編輯

αλλόφυλος (allófylosm (陰性 αλλόφυλη,中性 αλλόφυλο)

  1. 外國的,外來的,異族

變格 編輯

近義詞 編輯