διαβολοκόριτσο
希臘語
編輯其他寫法
編輯- διαολοκόριτσο n (diaolokóritso)
詞源
編輯διαβολο- (diavolo-) + κορίτσι (korítsi, 「女孩」)
名詞
編輯διαβολοκόριτσο (diavolokóritso) n (複數 διαβολοκόριτσα)
變格
編輯διαβολοκόριτσο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | διαβολοκόριτσο • | διαβολοκόριτσα • |
屬格 | διαβολοκόριτσου • | διαβολοκόριτσων • |
賓格 | διαβολοκόριτσο • | διαβολοκόριτσα • |
呼格 | διαβολοκόριτσο • | διαβολοκόριτσα • |
相關詞彙
編輯- 參見:κορίτσι n (korítsi, 「女孩」)