參見:ἐκλέγω

希臘語

編輯

詞源

編輯

繼承古希臘語 ἐκλέγω (選擇→選舉);亦參見動詞επιλέγω (epilégo)διαλέγω (dialégo),均保留了古希臘語 λέγω (légō, 收集;採摘)的義項。[1][2]

發音

編輯

動詞

編輯

εκλέγω (eklégo) (過去簡單式 εξέλεξα被動語態 εκλέγομαι)

  1. 選舉

變位

編輯

相關詞彙

編輯

參考資料

編輯
  1. Template:R:Babiniotis 2002
  2. εκλέγω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.