εργαστήριο

希臘語 編輯

名詞 編輯

εργαστήριο (ergastírion (複數 εργαστήρια)

  1. 作坊車間
  2. (科學) 實驗室
  3. (藝術) 工作室

變格 編輯

近義詞 編輯