μποτιλιάρισμα

希臘語

編輯

發音

編輯
  • 國際音標(幫助)/bo.tiˈʎa.ɾi.zma/
  • 斷字:μπο‧τι‧λιά‧ρι‧σμα

名詞

編輯

μποτιλιάρισμα (botiliárisman (複數 μποτιλιαρίσματα)

  1. 交通堵塞

變格

編輯

相關詞彙

編輯