μποτιλιάρισμα
希臘語
编辑發音
编辑名詞
编辑μποτιλιάρισμα (botiliárisma) n (复数 μποτιλιαρίσματα)
變格
编辑μποτιλιάρισμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | μποτιλιάρισμα • | μποτιλιαρίσματα • |
屬格 | μποτιλιαρίσματος • | μποτιλιαρισμάτων • |
賓格 | μποτιλιάρισμα • | μποτιλιαρίσματα • |
呼格 | μποτιλιάρισμα • | μποτιλιαρίσματα • |
相關詞彙
编辑- 參見:μποτίλια f (botília, “瓶”)