τραπέζι
希臘語
編輯其他寫法
編輯- (純正希臘語) τραπέζιον n (trapézion, 「桌子」)
詞源
編輯源自中古希臘語 τραπέζιν (trapézin),通過通用希臘語,源自古希臘語 τραπέζιον (trapézion, 「小桌子」),τράπεζα (trápeza, 「桌子」)的指小詞。民間常認為源自*τετράπεζα (*tetrápeza, 「四條腿的」),源自τετράς (tetrás, 「四」) + πέζα (péza, 「……腿的」),源自πούς (poús, 「腿,腳」)。Sihler (1995) 則認為第一部分與τρεῖς (treîs, 「三」)有關,指出早期的桌子是三條腿。對比英語 trapeze、trapezium、trapezophoron。τραπέζιον (trapézion) 的同源對似詞。
發音
編輯名詞
編輯τραπέζι (trapézi) n (複數 τραπέζια)
- (家具) 桌子
- Πήγε στην ΙΚΕΑ να αγοράσει ένα νέο τραπέζι.
- Píge stin IKEA na agorásei éna néo trapézi.
- 他去宜家買了張新桌子。
- Έχουμε ένα χαμηλό γυάλινο τραπέζι στο σαλόνι.
- Échoume éna chamiló gyálino trapézi sto salóni.
- 我們家客廳有張矮玻璃桌子。
- (比喻義) 餐(午餐、晚餐)
- Με κάλεσαν σε τραπέζι απόψε.
- Me kálesan se trapézi apópse.
- 他們邀請我今晚去吃飯。
變格
編輯τραπέζι的變格
相關詞彙
編輯- Αγία Τράπεζα f (Agía Trápeza, 「聖壇」)
- τραπεζάκι n (trapezáki, 「咖啡桌」)
- τραπεζαρία f (trapezaría, 「飯廳」)
- τραπεζομάντηλο n (trapezomántilo, 「桌布」)
- τραπέζωμα n (trapézoma, 「宴請」)
- τραπεζώνω (trapezóno, 「吃晚餐」)
- 並對比:τράπεζα f (trápeza, 「銀行」)
派生語彙
編輯- → 埃及阿拉伯語: تربيزة (tarabēza)