ψάρι
希臘語
編輯詞源
編輯繼承自中世紀中古希臘語 ψάρι (psári),通用希臘語當中「魚」的意思繼承自古希臘語 ὀψάριον (opsárion),為ὄψον (ópson, 「美味,佳餚」)的指小。[1]與馬里烏波爾希臘語 псар (psar)同源。
發音
編輯名詞
編輯ψάρι (psári) n (複數 ψάρια)
變格
編輯衍生詞
編輯- σκυλόψαρο n (skylópsaro, 「角鯊」)
- ψάρακας m (psárakas, 「新兵」) (軍隊俚語)
- ψαράκι n (psaráki) (指小詞)
- ψαράς m (psarás, 「漁民,魚販,垂釣者」)
- ψάρεμα n (psárema, 「捕魚,釣魚」)
- ψαρεύω (psarévo, 「捕捉」)
- ψάρι μονομάχος (psári monomáchos, 「鬥魚」)
- ψαριά f (psariá, 「捕獲量」)
- ψαρίλα f (psaríla, 「魚腥」)
- -ψαρο (-psaro)
- ψαρο- (psaro-)
- ψαρόβαρκα f (psaróvarka, 「漁船」)
- ψαρού f (psaroú)
- ψαρούκλα f (psaroúkla) (增義)
- ψαρώνω (psaróno)
來源
編輯- ↑ ψάρι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.