βούτυρο
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 βούτῡρον (boútūron, “牛奶芝士”),βοῦς (boûs, “牛”) + τῡρός (tūrós, “芝士,奶酪”)。
名詞
编辑βούτυρο (voútyro) n (复数 βούτυρα)
變格
编辑βούτυρο的變格
相關詞彙
编辑- αβουτύρωτος (avoutýrotos, “無黃油的”)
- βουτυρόγαλα f (voutyrógala, “酪漿”)
- βουτυροκομείο n (voutyrokomeío, “生產黃油的地方”)
- βουτυροκομία f (voutyrokomía, “黃油生產”)
- βουτυροκόμος m 或 f (voutyrokómos, “黃油製造商”)
- βουτυρωμένος (voutyroménos, “塗有黃油的”)
- βουτυρώνω (voutyróno, “塗黃油”)
- φιστικοβούτυρο n (fistikovoútyro, “花生醬”)
- 參見:αποβουτύρωση f (apovoutýrosi)