ματόκλαδο
希臘語
编辑發音
编辑名詞
编辑ματόκλαδο (matóklado) n (复数 ματόκλαδα)
變格
编辑ματόκλαδο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ματόκλαδο • | ματόκλαδα • |
屬格 | ματόκλαδου • | ματόκλαδων • |
賓格 | ματόκλαδο • | ματόκλαδα • |
呼格 | ματόκλαδο • | ματόκλαδα • |
近義詞
编辑- βλεφαρίδα f (vlefarída) (最常用)
- ματοτσίνορο n (matotsínoro)