希臘語

编辑

詞源

编辑

源自中世紀中古希臘語 κόβω (kóbō),源自古希臘語 κόπτω (kóptō, ),源自完成體詞幹κοψ--ψ- > -β-),類似κλέπτω (klépto)κλεψ- > κλέβω (klévo, )[1]也參見κόπος (kópos, 辛勞)κόπτω (kópto)同源對似詞

發音

编辑

動詞

编辑

κόβω (kóvo) (過去簡單式 έκοψα被動語態 κόβομαι)

  1. Πότε θα κόψουμε την πρωτοχρονιάτικη πίτα;
    Póte tha kópsoume tin protochroniátiki píta?
    咱們什麼時候把新年派給了啊?
  2. 削減刪減,使減少
    Το κείμενο είναι πολύ μεγάλο, να κόψουμε κάτι.
    To keímeno eínai polý megálo, na kópsoume káti.
    文本太多了,我們得刪掉一些東西。
  3. 捷徑
  4. (卡片遊戲)
  5. 戒除
  6. 逃學翹課
    Έκοψε τάξεις του.Ékopse táxeis tou.翹了課。
  7. 鑄造 (硬幣,獎章)
  8. 打斷 (對話)
  9. (醬汁等) 結塊

變位

编辑

近義詞

编辑

派生詞

编辑
  • κόβει το μάτι του (kóvei to máti tou, 善於把握機會)
  • κόβω δρόμο (kóvo drómo, 走捷徑)
  • το κόβω με τα πόδια (to kóvo me ta pódia, 步行)

相關詞彙

编辑

複合詞:

詞幹 κοπτ

詞幹 κοπ-

詞幹 κοψ-

帶詞幹 κομμ- 的分詞,類似κομμένος (komménos, 被切割的,被削減的;疲倦的)

參考資料

编辑
  1. κόβω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.