μαλαπέρδα
希臘語
编辑詞源
编辑未知。
發音
编辑名詞
编辑μαλαπέρδα (malapérda) f (复数 μαλαπέρδες)
變格
编辑μαλαπέρδα (malapérda)的變格
單數 | |
---|---|
主格 | μαλαπέρδα • |
屬格 | μαλαπέρδας • |
賓格 | μαλαπέρδα • |
呼格 | μαλαπέρδα • |
近義詞
编辑- πέος n (péos) (禮貌稱呼)
- ανδρικό μόριο n (andrikó mório, “男性成員”) 〈婉〉
- τσουτσούνι n (tsoutsoúni) (口語、兒童用語)
- πουλί n (poulí) (口語、兒童用語)
- πούτσος m (poútsos) 〈口/粗〉
- καυλί n (kavlí) 〈口/粗〉
- ψωλή f (psolí) 〈口/粗〉