μαλαπέρδα

希腊语 编辑

词源 编辑

未知。

发音 编辑

名词 编辑

μαλαπέρδα (malapérdaf (复数 μαλαπέρδες)

  1. (口语粗俗) 阴茎

变格 编辑

近义词 编辑