αυτοκρατορικός

希腊语

编辑

形容词

编辑

αυτοκρατορικός (aftokratorikósm (阴性 αυτοκρατορική,中性 αυτοκρατορικό)

  1. 皇帝的;帝国

变格

编辑

相关词汇

编辑

参见

编辑