δάσκαλος
希腊语
编辑其他写法
编辑- διδάσκαλος (didáskalos)
词源
编辑古希腊语 διδάσκαλος (didáskalos, “教师”)的头音脱落形,源自διδάσκω (didáskō, “教”)。
名词
编辑δάσκαλος (dáskalos) m (复数 δάσκαλοι,阴性 δασκάλα)
变格
编辑δάσκαλος的变格
同类词汇
编辑- δασκάλα f (daskála, “教师”)
- διδασκάλισσα f (didaskálissa, “教师”)
- εκπαιδευτής m (ekpaideftís, “教练”)
- εκπαιδευτικός c (ekpaideftikós, “教师”)
- εκπαιδεύτρια f (ekpaidéftria, “教练”)
- καθηγητής m (kathigitís, “教授,教师”)
- καθηγήτρια f (kathigítria, “教授,教师”)
- νηπιαγωγός m 或 f (nipiagogós, “幼师”)
- παιδαγωγός c (paidagogós, “教育家”)
相关词汇
编辑- αλληλοδιδασκαλία f (allilodidaskalía, “相互指导”)
- δασκάλα f (daskála, “教师”)
- δίδαγμα n (dídagma, “课”)
- διδακτέος (didaktéos, “课程的”)
- διδακτικός (didaktikós, “教育的”)
- διδακτός (didaktós, “可教的”)
- διδασκαλείο n (didaskaleío, “教育学院”)
- διδασκαλία f (didaskalía, “教学”)
- διδασκαλικός m (didaskalikós, “教师”)
- διδασκάλισσα f (didaskálissa, “教师”)
- διδάσκαλος m (didáskalos, “教师”)
- διδάσκω (didásko, “教”)
- διδαχή f (didachí, “〈宗〉 教导”)
派生语汇
编辑- → 罗马尼亚语: dascăl