参见:ἐντολή

希腊语

编辑

词源

编辑

继承自古希腊语 ἐντολή (entolḗ)

名词

编辑

εντολή (entolíf (复数 εντολές)

  1. 命令
    近义词:διαταγή (diatagí)
  2. (计算机) 指令

变格

编辑