首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
εντολή
语言
监视本页
编辑
參見:
ἐντολή
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
名詞
1.2.1
變格
希臘語
编辑
詞源
编辑
繼承自
古希臘語
ἐντολή
(
entolḗ
)
。
名詞
编辑
εντολή
(
entolí
)
f
(复数
εντολές
)
命令
近義詞:
διαταγή
(
diatagí
)
(
計算機
)
指令
變格
编辑
εντολή的變格
單數
複數
主格
εντολή
•
εντολές
•
屬格
εντολής
•
εντολών
•
賓格
εντολή
•
εντολές
•
呼格
εντολή
•
εντολές
•