希腊语

编辑

词源

编辑

源自中世纪中古希腊语 κλέβω (klébō),源自古希腊语 κλέπτω (kléptō, ),源自不定过去式词干κλεψ- (kleps-)-ψ- > -β-(类似κόπτω (kópto), κοψ- > κόβω (kóvo))。[1]源自原始希腊语 *klépťō,源自原始印欧语 *klép-ye-ti,源自*klep-

马里乌波尔希腊语 клэ́фту (kléftu)同源。

发音

编辑

动词

编辑

κλέβω (klévo) (过去简单式 έκλεψα被动语态 κλέβομαι被动过去 κλέφτηκα被动完成分词 κλεμμένος)

  1. (及物)
  2. (被动形) κλέβομαι (klévomai, 私奔)

变位

编辑

相关词汇

编辑

动词复合词:

词干 κλεπτ-,源自κλέπτω (kléptō)

词干 κλεφτ-

词干 κλεψ-

词干 κλοπ-,源自κλέπτω (kléptō)

参考资料

编辑
  1. κλέβω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.