παιδαριώδης

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 παιδάριον (paidárion)(源自παῖς (paîs) + -άριον (-árion))+ -ώδης (-ṓdēs)

发音

编辑

形容词

编辑

παιδαριώδης (paidariódism (阴性 παιδαριώδης,中性 παιδαριώδες)

  1. 幼稚
    Τι παιδαριώδης δικαιολογία!
    Ti paidariódis dikaiología!
    多么幼稚的借口!
  2. 天真

变格

编辑

近义词

编辑