στρατιωτίνα

希腊语

编辑

名词

编辑

στρατιωτίνα (stratiotínaf (复数 στρατιώτες,阳性 στρατιώτης)

  1. (军事) 女兵
  2. (军事) 列兵

变格

编辑

相关词汇

编辑

同类词汇

编辑