ταγματάρχης

希腊语

编辑

名词

编辑

ταγματάρχης (tagmatárchism f (复数 ταγματάρχες)

  1. (军事) 少校
    近义词:(简称) τχης (tchis)
    同类词:επίλαρχος (epílarchos)

变格

编辑

同类词汇

编辑

拓展阅读

编辑