υπίλαρχος

希腊语

编辑

其他写法

编辑

名词

编辑

υπίλαρχος (ypílarchosm f (复数 υπίλαρχοι)

  1. (弃用) 骑兵中尉
  2. (军事) 装甲部队中尉
    近义词: (简称) υπλγος (yplgos)

变格

编辑

同类词汇

编辑

拓展阅读

编辑