ανοιξιάτικος
希臘語 編輯
詞源 編輯
άνοιξ(η) (ánoix(i), 「春季」) + -ιάτικος (-iátikos, 表示時間的形容詞後綴)[1]
發音 編輯
形容詞 編輯
ανοιξιάτικος (anoixiátikos) m (陰性 ανοιξιάτικη,中性 ανοιξιάτικο)
- 春季的
- ανοιξιάτικος καιρός ― anoixiátikos kairós ― 春天的天氣
- ανοιξιάτικα λουλούδια ― anoixiátika louloúdia ― 春花
- 春季般的
- Μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, μέσα στο χειμώνα.
- Mia oraía anoixiátiki méra, mésa sto cheimóna.
- 冬日中如春季般的一天
變格 編輯
ανοιξιάτικος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | ανοιξιάτικος • | ανοιξιάτικη • | ανοιξιάτικο • | ανοιξιάτικοι • | ανοιξιάτικες • | ανοιξιάτικα • |
屬格 | ανοιξιάτικου • | ανοιξιάτικης • | ανοιξιάτικου • | ανοιξιάτικων • | ανοιξιάτικων • | ανοιξιάτικων • |
賓格 | ανοιξιάτικο • | ανοιξιάτικη • | ανοιξιάτικο • | ανοιξιάτικους • | ανοιξιάτικες • | ανοιξιάτικα • |
呼格 | ανοιξιάτικε • | ανοιξιάτικη • | ανοιξιάτικο • | ανοιξιάτικοι • | ανοιξιάτικες • | ανοιξιάτικα • |
近義詞 編輯
- εαρινός (earinós, 「春季的」)
派生詞 編輯
- ανοιξιάτικα (anoixiátika, 「在春季」)
- ανοιξιάτικο καθάρισμα n (anoixiátiko kathárisma, 「春季大掃除」)
相關詞彙 編輯
- 參見:άνοιξη f (ánoixi, 「春季」)
其他季節:
- φθινοπωριάτικος (fthinoporiátikos, 「秋季的」)
- χειμωνιάτικος (cheimoniátikos, 「冬季的」)
- καλοκαιριάτικος (kalokairiátikos, 「夏季的」)
參考資料 編輯
- ↑ ανοιξιάτικος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.