ανοιξιάτικος

希臘語

编辑

詞源

编辑

άνοιξ(η) (ánoix(i), 春季) +‎ -ιάτικος (-iátikos, 表示時間的形容詞後綴)[1]

發音

编辑

形容詞

编辑

ανοιξιάτικος (anoixiátikosm (陰性 ανοιξιάτικη,中性 ανοιξιάτικο)

  1. 春季
    ανοιξιάτικος καιρόςanoixiátikos kairós春天的天氣
    ανοιξιάτικα λουλούδιαanoixiátika louloúdia
  2. 春季般的
    Μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, μέσα στο χειμώνα.
    Mia oraía anoixiátiki méra, mésa sto cheimóna.
    冬日中如春季般的一天

變格

编辑

近義詞

编辑

派生詞

编辑

相關詞彙

编辑

其他季節:

參考資料

编辑
  1. ανοιξιάτικος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.