κουταμάρα

希臘語

編輯

詞源

編輯

κουτός (koutós, 愚蠢的) +‎ -μάρα (-mára)

發音

編輯

名詞

編輯

κουταμάρα (koutamáraf (複數 κουταμάρες)

  1. 愚蠢
    Η κουταμάρα της δεν υποφέρεται.
    I koutamára tis den ypoféretai.
    她的愚蠢真是讓人受不了。
  2. 愚蠢的行為蠢話
    Είναι να γελάς με αυτές τις κουταμάρες που λέει.
    Eínai na gelás me aftés tis koutamáres pou léei.
    他說的蠢話會讓你忍不住笑。

變格

編輯

近義詞

編輯