τρύπα
參見:τρῦπα
希臘語
編輯發音
編輯詞源1
編輯名詞
編輯τρύπα (trýpa) f (複數 τρύπες)
變格
編輯近義詞
編輯- οπή f (opí) (正式)
派生詞
編輯- αλεπότρυπα f (alepótrypa, 「狐狸洞」)
- βγάζω το φίδι απ' την τρύπα (vgázo to fídi ap' tin trýpa, 字面意思是「把蛇從洞裡拽出來」)
- κάνω μια τρύπα στο νερό (káno mia trýpa sto neró, 「徒勞」, 字面意思是「在水裡挖洞」)
- κουμπότρυπα f (koumpótrypa, 「扣眼」)
- μαύρη τρύπα f (mávri trýpa, 「黑洞」)
- τρυπάρα f (trypára, 「大洞」)
- τρυπίτσα f (trypítsa, 「小孔」)
- τρυπούλα f (trypoúla, 「小孔」)
- τσιμπουκότρυπα f (tsimpoukótrypa, 「尋歡洞」)
相關詞彙
編輯- τρυπάνι n (trypáni, 「鑽頭」)
- τρυπάνιση (trypánisi, 「鑽洞」)
- τρυπανίζω (trypanízo, 「鑽孔」)
- τρυπητήρι n (trypitíri, 「錐子」)
- τρυπητό n (trypitó, 「濾網」)
- τρυπητός (trypitós, 「開槽的」)
- τρυπιοχέρης (trypiochéris, 「浪費的」)
- τρυποκάρυδος m (trypokárydos, 「啄木鳥」)
- τρυποφοβία f (trypofovía, 「密集恐懼症」)
- τρυπώνω (trypóno, 「釘住」)
- τρύπημα n (trýpima, 「小孔」)
- τρύπιος (trýpios, 「多洞的」)
- τρύπωμα n (trýpoma, 「釘住」)
- 並參見:τρυπάω (trypáo, 「扎,戳」), τρυπώ (trypó)
詞源2
編輯請參閲主詞條的詞源章節。
動詞
編輯τρύπα (trýpa)