ψευδάργυρος

古希臘語

編輯

詞源

編輯

源自ψευδής (pseudḗs, 虛假的,偽造的) +‎ ἄργυρος (árguros, )

發音

編輯
 

名詞

編輯

ψευδᾰ́ργῠρος (pseudárgurosm (屬格 ψευδᾰργῠ́ρου); 二類變格 (通用)

  1. 一種被稱作「假」的金屬,可能是
    • 約公元23年, 斯特拉波, 章號 1.56, 出自 Γεωγραφικά, 第 XIII 卷:
      λίθος περὶ τὰ Ἄνδειρα͵ ὃς καιόμενος σίδηρος γίνεται· εἶτα μετὰ γῆς τινος καμινευθεὶς ἀποστάζει ψευδάργυρον͵ ἣ προσλαβοῦσα χαλκὸν τὸ καλούμενον γίνεται κρᾶμα͵ ὅ τινες ὀρείχαλκον καλοῦσι
      在安代拉附近有一種石頭,燃燒後成為鐵,然後與某種土一起在爐子裡加熱,蒸餾出「假銀」;再加上銅,就形成了所謂的「混合物」(合金),有人稱之為「orichalcum」

屈折

編輯

派生語彙

編輯
  • 希臘語: ψευδάργυρος (psevdárgyros)

延伸閱讀

編輯

希臘語

編輯
化學元素
Zn
前:χαλκός (chalkós) (Cu)
後:γάλλιο (gállio) (Ga)

詞源

編輯

借自通用希臘語 ψευδάργυρος (pseudárguros)[1],也就是將古代描述的該種金屬定性為鋅。字面上等同於ψευδ- (psevd-, 虛假的,偽造的) +‎ άργυρος (árgyros, )

發音

編輯

名詞

編輯

ψευδάργυρος (psevdárgyrosm (複數 ψευδάργυροι)

  1. (化學冶金學)
    近義詞:τσίγκος (tsígkos) (非正式)

變格

編輯

衍生詞彙

編輯

同類詞彙

編輯

參考資料

編輯
  1. ψευδάργυρος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.

延伸閱讀

編輯