όρος
希臘語
編輯發音
編輯詞源1
編輯名詞
編輯όρος (óros) m (複數 όροι)
變格
編輯相關詞彙
編輯- αφορίζω (aforízo, 「絕罰,逐出教會」)
- αφορισμός m (aforismós, 「格言」)
- εξορία f (exoría, 「流放」)
- καθορίζω (kathorízo, 「決定,確定」)
- καθορισμός m (kathorismós, 「確定」)
- ορίζω (orízo, 「界定;指定」)
- όριο n (ório, 「限制;邊界,邊緣」)
- ορισμός m (orismós, 「任命;定義」)
- περιορίζω (periorízo, 「限制,限定」)
- περιορισμός m (periorismós, 「限制」)
- συνορεύω (synorévo, 「毗鄰」)
- σύνορο n (sýnoro, 「邊界,界限」)
- υπερορία f (yperoría, 「放逐,流亡」)
詞源2
編輯名詞
編輯όρος (óros) n (複數 όρη)
- 山
- Το όρος Έβερεστ είναι το ψηλότερο βουνό της οροσειράς των Ιμαλαΐων.
- To óros Éverest eínai to psilótero vounó tis oroseirás ton Imalaḯon.
- 珠穆朗瑪峰是喜馬拉雅山的最高峰。
使用注意
編輯- Όρος (Óros) 多用於山的名稱,一般情況下描述山時則用 βουνό (vounó)。
變格
編輯近義詞
編輯- βουνό n (vounó, 「山」)
相關詞彙
編輯- ορεινός (oreinós, 「多山的」)