άνθος
希臘語
编辑其他寫法
编辑- ανθί n (anthí) 〈罕〉
詞源
编辑源自古希臘語 ἄνθος (ánthos),源自ἀνθῶ (anthô)。
發音
编辑名詞
编辑άνθος (ánthos) n (复数 άνθη)
- (書面) 花
- (用複數) 一株植物所開的花
- τα άνθη της αμυγδαλιάς ― ta ánthi tis amygdaliás ― 杏花
- 花期
- (比喻義) 最好的部分
- (比喻義) 繁盛,繁榮
變格
编辑派生詞
编辑- άνανθος (ánanthos,“無花的”)
- ανθάκι n (antháki,指小詞)
- ανθέμιο n (anthémio,“花紋,花樣”)
- ανθεστήρια n 複 (anthestíria,“花卉節”)
- ανθήρας m (anthíras,“花藥”)
- ανθηρός (anthirós,“開花的”)
- ανθηρότητα f (anthirótita)
- άνθηση f (ánthisi,“開花”)
- ανθί n (anthí,“花”)
- ανθίζομαι (anthízomai,“收到……的風聲”)
- ανθίζω (anthízo,“開花”)
- ανθικός (anthikós,“花的”)
- άνθινος (ánthinos,“花的”)
- άνθιση f (ánthisi,“開花”)
- άνθισμα n (ánthisma,“開花”)
- ανθοβολία f (anthovolía,“盛開期”)
- ανθοβολώ (anthovoló,“開花”)
- ανθόγαλο n (anthógalo,“奶油,奶泡”)
- ανθογυάλι (anthogyáli,“花瓶”)
- ανθοδέσμη f (anthodésmi,“花束”)
- ανθοδέτης m (anthodétis,“插花家”)
- ανθοδετική f (anthodetikí,“插花”)
- ανθοδετικός (anthodetikós,“插花的”)
- ανθοδέτρια f (anthodétria,“插花家”)
- ανθοδοχείο n (anthodocheío,“花瓶”)
- ανθόκηπος m (anthókipos,“花園”)
- ανθοκομείο n (anthokomeío,“花園”)
- ανθοκομία f (anthokomía,“花卉學”)
- ανθοκομική f (anthokomikí,“花卉學”)
- ανθοκόμος m 或 f (anthokómos,“花藝家”)
- ανθόνερο n (anthónero,“花水,玫瑰水”)
- ανθοπωλείο n (anthopoleío,“花店”)
- ανθοπώλης m (anthopólis,“花商”)
- ανθοπώλιδα f (anthopólida,“花商”)
- ανθοπώλισσα f (anthopólissa,“花商”)
- ανθός m (anthós,“花”)
- ανθοσκέπαστος (anthosképastos,“佈滿花的”)
- ανθόσπαρτος (anthóspartos,“鋪滿花的”)
- ανθοστεφανωμένος (anthostefanoménos,“頭戴花冠的”)
- ανθοστεφάνωτος (anthostefánotos,“頭戴花冠的”)
- ανθοστήλη f (anthostíli,“花柱”)
- ανθοστολίζω (anthostolízo,“用花裝飾”)
- ανθοστόλιστος (anthostólistos,“用花裝飾的”)
- ανθόστρωτος (anthóstrotos,“鋪滿花的”)
- ανθοτόπι n (anthotópi,“開花的地方”)
- ανθότοπος m (anthótopos,“開花的地方”)
- ανθότυρο n (anthótyro,“奶油乾酪”)
- ανθοφορία f (anthoforía,“盛開期,繁盛期”)
- ανθοφόρος (anthofóros,“開花的”)
- ανθοφορώ (anthoforó,“開花”)
- ανθύλλι n (anthýlli,指小詞)
- ανθύλλιο n (anthýllio,指小詞)
- ανθώ (anthó,“開花”)
- ανθώνας m (anthónas,“花壇,花園”)
- ανθολόγηση f (anthológisi,“編選”)
- ανθολογία f (anthología,“選集”)
- ανθολόγιο n (anthológio,“選集”)
- ανθολόγος m 或 f (anthológos,“選集編者”)
- ανθολογώ (anthologó,“選集”)