希臘語

编辑

詞源

编辑

源自έμπορ(ος) (émpor(os)) + -ας (-as) < 古希臘語 ἔμπορος (émporos)[1]

發音

编辑

名詞

编辑

έμπορας (émporasm (复数 έμπορες,阴性 εμπόρισσα)

  1. (口語) 商人

變格

编辑

近義詞

编辑

相關詞彙

编辑

參考資料

编辑
  1. έμπορας in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.