γελωτοποιός

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 γελωτοποιός (gelōtopoiós),源自古希臘語 γέλως (gélōs, 笑聲)

發音

编辑

名詞

编辑

γελωτοποιός (gelotopoiósm (复数 γελωτοποιοί)

  1. (歷史) 小丑弄臣
    ο γελωτοποιός του βασιλιάo gelotopoiós tou vasiliá國王的弄臣

變格

编辑

近義詞

编辑

派生詞

编辑