βασίλισσα

古希腊语 编辑

词源 编辑

源自βᾰσῐλεύς (basileús, ) +‎ -ῐσσᾰ (-issa, 女性后缀)

发音 编辑

 

名词 编辑

βᾰσῐ́λῐσσᾰ (basílissaf (属格 βᾰσῐλῐ́σσης); 一类变格

  1. 女王
    近义词: ἄνᾰσσᾰ (ánassa)
  2. (古罗马的) 皇后

变格 编辑

派生语汇 编辑

  • 希腊语: βασίλισσα (vasílissa)

拓展阅读 编辑

希腊语 编辑

词源 编辑

源自古希腊语 βασίλισσα (basílissa)

发音 编辑

名词 编辑

βασίλισσα (vasílissaf (复数 βασίλισσες,阳性 βασιλιάς)

  1. 王后
    Η Μαρία Αντουανέτα ήταν βασίλισσα της Γαλλίας.
    I María Antouanéta ítan vasílissa tis Gallías.
    玛丽·安托瓦内特是法国王后
  2. 女王
    Η Ελισάβετ Βʹ είναι η βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου.
    I Elisávet Vʹ eínai i vasílissa tou Inoménou Vasileíou.
    伊丽莎白二世是英国女王
  3. (昆虫学) 社会性昆虫中具有繁殖能力的雌性个体
    η βασίλισσα των μελισσώνi vasílissa ton melissón
  4. (比喻义) 在某方面具有能力的女性
    Η κόρη του είναι βασίλισσα της ομορφιάς.
    I kóri tou eínai vasílissa tis omorfiás.
    他的女儿堪称美之女王
  5. (国际象棋)

变格 编辑

参见 编辑

希腊语中的国际象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
           
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)