κορίτσι
希腊语
编辑词源
编辑源自中古希腊语 κορίτσιν (korítsin),古希腊语 κόρη (kórē)的指小词 + 后缀-ίκιον (-íkion),其重分析成指小词的形式类似古希腊语 περδίκιον (perdíkion) ← πέρδιξ (pérdix),或σκωλήκιον (skōlḗkion) ← σκώληξ (skṓlēx),参见中古希腊语 σκουλήκι (skoulḗki),均加上指小后缀-ιον (-ion)。[1]
由中古希腊语 σκουλαρίκιον (skoularíkion, “耳环”) ← σχολάριος (skholários, “宫门守卫”)(希腊语 σκουλαρίκι (skoularíki))可推出其平行词形*κορίκιον (*koríkion)。[2]
发音
编辑名词
编辑κορίτσι (korítsi) n (复数 κορίτσια)
变格
编辑κορίτσι的变格
近义词
编辑派生词
编辑- αγοροκόριτσο n (agorokóritso, “假小子”)
- αγριοκόριτσο n (agriokóritso, “野姑娘”)
- διαβολοκόριτσο n (diavolokóritso, “淘气的女孩”)
- κοριτσάκι n (koritsáki) (指小词)
- κοριτσάρα f (koritsára) (增义)
- κορίτσαρος m (korítsaros) (增义)
- κοριτσίστικος (koritsístikos, “少女感的,女孩子气的”)
- κοριτσομάνι n (koritsománi, “一群女孩”)
- νοικοκυροκόριτσο n (noikokyrokóritso, “家庭主妇”)
- ομορφοκόριτσο n (omorfokóritso, “漂亮的女孩”)
- παλιοκόριτσο n (paliokóritso, “淘气的女孩”)
- πλουσιοκόριτσο n (plousiokóritso, “富家女”)
- τρελοκόριτσο n (trelokóritso, “疯女孩”)
- φτωχοκόριτσο n (ftochokóritso, “穷女孩”)
参见
编辑- αγόρι n (agóri, “男孩”)
参考资料
编辑- ↑ -ίκι 2 in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ↑ σκουλαρίκι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.