μάτι
希腊语
编辑词源
编辑源自中世纪中古希腊语 μάτιν (mátin),源自古希腊语 ὀμμάτιον (ommátion),ὄμμα (ómma, “眼”)的指小词。
发音
编辑名词
编辑μάτι (máti) n (复数 μάτια)
变格
编辑近义词
编辑- (眼): οφθαλμός m (ofthalmós) (医学)
同类词汇
编辑派生词
编辑- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (álla ta mátia tou lagoú ki álla tis koukouvágias, “风马牛不相及”, 字面意思是“兔眼是一种东西,猫头鹰的眼睛又是另一种东西”)
- αμάτιαστος (amátiastos)
- έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα (écho ta mátia mou dekatéssera, “谨慎小心”, 字面意思是“长十四个眼睛”)
- καλύπτρα ματιού f (kalýptra matioú, “眼罩”)
- ματάκι (matáki)
- ματάκιας m (matákias, “偷窥狂”)
- ματάρα (matára)
- μάτια μου (mátia mou, “亲爱的”)
- ματιά f (matiá, “看,瞥”)
- ματιάζω (matiázo)
- μάτιασμα n (mátiasma, “邪恶之眼”)
- ματόκλαδο n (matóklado, “睫毛”)
- ματοτσίνορο n (matotsínoro, “睫毛”)
- σκιά ματιών f (skiá matión, “眼影”)